- περικαταλαμβάνω
- Α1. περιβάλλω, περικλείω από παντού2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.)3. παθ. περικαταλαμβάνομαιαναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» — αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.)4. (αμτβ.) επέρχομαι, φθάνω, αρχίζω («περικαταλαβούσης τῆς ὥρας», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.